🖋 Γράφει ο Παρατηρητής
Σύμφωνα με δημοσιεύματα ξένου Τύπου, το μεταπανδημικό «ράλι» των βασικών προϊόντων φαίνεται να φτάνει στο τέλος του. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων παγκοσμίως προβλέπεται να μειωθούν κατά 12% το 2025 και επιπλέον 5% το 2026, αγγίζοντας επίπεδα που είχαμε να δούμε από πριν την πανδημία COVID-19.
Η ενέργεια στην κορυφή της κατρακύλας
Η μεγαλύτερη πτώση αναμένεται στον τομέα της ενέργειας. Οι τιμές θα υποχωρήσουν κατά 17% το 2025 και κατά 6% το 2026, με το Brent να εκτιμάται στα 64 δολάρια το βαρέλι – πολύ χαμηλότερα από τα 81 δολάρια του 2024. Οι τιμές του άνθρακα προβλέπεται να πέσουν ακόμα περισσότερο, κατά 27% μέσα στο 2025. Πρόκειται για τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών, μια εξέλιξη που, αν και ευνοεί τους καταναλωτές και συμβάλλει στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, έρχεται με κόστος.
Το εμπόριο σε αδιέξοδο
Η υποτονική παγκόσμια ανάπτυξη, οι αυξανόμενοι δασμοί και οι διαρκείς διαταραχές στο διεθνές εμπόριο αναφέρονται ως οι βασικές αιτίες αυτής της πτώσης. Σε έναν κόσμο με όλο και περισσότερους γεωπολιτικούς κινδύνους και ρυθμιστικά εμπόδια, η αγορά των βασικών προϊόντων αντιμετωπίζει έντονη αβεβαιότητα και αστάθεια, την υψηλότερη των τελευταίων 50 ετών, σύμφωνα με την Τράπεζα.
Ευλογία για τους καταναλωτές, πλήγμα για τις αναπτυσσόμενες χώρες
Η μείωση των τιμών ενέργειας αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Το 2022, η αύξηση στο κόστος ενέργειας προσέθεσε δύο ποσοστιαίες μονάδες στον παγκόσμιο πληθωρισμό. Αντίθετα, οι χαμηλότερες τιμές των ετών 2023 και 2024 συνέβαλαν στη σταθεροποίησή του. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν είναι παντού καλοδεχούμενη.
Περίπου τα δύο τρίτα των αναπτυσσόμενων χωρών βασίζονται στην εξαγωγή βασικών προϊόντων για την οικονομική τους επιβίωση. Η πτώση στις τιμές σημαίνει χαμηλότερα κρατικά έσοδα, μείωση επενδύσεων και αύξηση της κοινωνικής πίεσης.
Παλιομοδίτικες λύσεις για σύγχρονα προβλήματα
Η Παγκόσμια Τράπεζα, με τη χαρακτηριστική της τεχνοκρατική νηφαλιότητα, προτείνει μια σειρά μεταρρυθμίσεων: λιγότερη γραφειοκρατία, προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και απελευθέρωση του εμπορίου. Ερωτήματα, ωστόσο, παραμένουν για το αν τέτοιες "παραδοσιακές" λύσεις είναι αρκετές ή ρεαλιστικές, δεδομένων των σύγχρονων γεωπολιτικών και κλιματικών προκλήσεων.
Χρυσός: το ασφαλές καταφύγιο επιστρέφει
Μέσα σε αυτή τη θύελλα, ο χρυσός ξεχωρίζει. Ως το παραδοσιακό "συναισθηματικό" καταφύγιο των επενδυτών, αναμένεται να φτάσει σε ιστορικά υψηλά το 2025, καθώς η παγκόσμια αβεβαιότητα ωθεί το κεφάλαιο προς την ασφάλεια.
Ένα νέο κεφάλαιο ξεκινά
Καθώς ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα οικονομική φάση, η εποχή των υψηλών τιμών για τα βασικά προϊόντα φαίνεται να δίνει τη θέση της σε μια περίοδο αναπροσαρμογής, με νικητές και χαμένους. Το κρίσιμο ερώτημα που μένει: ποιοι είναι έτοιμοι να αντέξουν – και να προσαρμοστούν;
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα;
Η αναμενόμενη πτώση των τιμών βασικών προϊόντων και ενέργειας θα μπορούσε να έχει θετική επίδραση στην εγχώρια οικονομία, κυρίως λόγω της μείωσης του ενεργειακού κόστους και της ανακούφισης του πληθωρισμού. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές ενέργειας και καταναλωτικών αγαθών, αυτό μπορεί να προσφέρει πρόσκαιρη δημοσιονομική ανάσα και ελάφρυνση στο κόστος διαβίωσης των πολιτών.
Ωστόσο, η ουσία βρίσκεται αλλού: η Παγκόσμια Τράπεζα τονίζει ότι σε περιόδους παγκόσμιας αβεβαιότητας και διαρθρωτικών αλλαγών, οι χώρες που επιτυγχάνουν μεταρρυθμίσεις —όπως μείωση γραφειοκρατίας, ενίσχυση επενδύσεων και απελευθέρωση του εμπορίου— είναι αυτές που ενισχύουν την ανθεκτικότητά τους.
Η Ελλάδα, παρά τις επιμέρους βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια, υστερεί συστηματικά στην υλοποίηση αυτών των μεταρρυθμίσεων. Οι θεσμικές καθυστερήσεις, η πολυπλοκότητα του φορολογικού και διοικητικού πλαισίου και οι περιορισμένες δυνατότητες προσέλκυσης ποιοτικών επενδύσεων, συνεχίζουν να κρατούν τη χώρα σε ευάλωτη θέση απέναντι σε εξωτερικούς κραδασμούς.
Εν κατακλείδι, αν δεν επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει ακόμα μία συγκυριακή ευκαιρία για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της και οικοδόμηση μακροπρόθεσμης ανθεκτικότητας. Η πτώση των τιμών από μόνη της δεν είναι πολιτική — είναι μόνο ένα παράθυρο χρόνου που πρέπει να αξιοποιηθεί.